Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταρακουνώ < ταρά(ζω) + κουνώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ta.ɾa.kuˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐ρα‐κου‐νώ

  Ρήμα επεξεργασία

ταρακουνώ/ταρακουνάω, πρτ.: ταρακουνούσα/ταρακούναγα, παθ.φωνή: ταρακουνιέμαι, π.αόρ.: ταρακουνήθηκα, μτχ.π.π.: ταρακουνημένος

  1. (κυριολεκτικά) κουνάω κάποιον με δύναμη
     συνώνυμα: τραντάζω, διασείω
  2. (μεταφορικά) επηρεάζω, κλονίζω, συγκλονίζω

Σημειώσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).