ταπελλογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταπελλογράφος < ταμπέλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταπελλογράφος ή ταμπελογράφος αρσενικό
- (κυπριακά), (επάγγελμα) αυτός που φτιάχνει ταμπέλες, ο επιγραφοποιός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταπελλογράφος
|