επιγραφοποιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιγραφοποιός < επιγραφ(ή) + -ο- + -ποιός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.ɣɾa.fo.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐γρα‐φο‐ποι‐ός
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιγραφοποιός αρσενικό ή θηλυκό