ταπεινοφροσύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταπεινοφροσύνη < ελληνιστική κοινή ταπεινοφροσύνη < ταπεινόφρων + -οσύνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταπεινοφροσύνη θηλυκό
- η ιδιότητα αυτού που είναι εκ πεποιθήσεως ταπεινός
- ↪Η ταπεινοφροσύνη του Χριστού ήταν τέτοια, ώστε να πλύνει τα πόδια των μαθητών του πριν το μυστικό δείπνο.