Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταξιδιωτική επιταγή → δείτε τις λέξεις ταξιδιωτικός και επιταγή

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ταξιδιωτική επιταγή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία