Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταμπλίστας οι ταμπλίστες
      γενική του ταμπλίστα των ταμπλιστών
    αιτιατική τον ταμπλίστα τους ταμπλίστες
     κλητική ταμπλίστα ταμπλίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταμπλίστας (νεολογισμός) < (άμεσο δάνειο) γαλλική table + -ίστας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταμπλίστας αρσενικό (θηλυκό ταμπλίστρια)

  Μεταφράσεις επεξεργασία