σόργο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σόργο | τα | σόργα |
γενική | του | σόργου | των | σόργων |
αιτιατική | το | σόργο | τα | σόργα |
κλητική | σόργο | σόργα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σόργο < (άμεσο δάνειο) νεολατινική sorghum < Sorghum < ιταλική sorgo < δημώδης λατινική *syricum < λατινική Syricus < Syria + -icus < αρχαία ελληνική Συρία (αντιδάνειο) < Σύρος < ακκαδική 𒀭𒊬 (Aššur) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsoɾ.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σόρ‐γο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σόργο ουδέτερο
- (φυτό) που ανήκει στο γένος Σόργος, μονοκότυλο αγγειόσπερμο φυτό που ανήκει στα αγρωστώδη
Άλλες μορφές επεξεργασία
Υπερώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Συρία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σόργο στη Βικιπαίδεια