Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σωσίβια λέμβος οι σωσίβιες λέμβοι
      γενική της σωσίβιας λέμβου των σωσίβιων λέμβων
    αιτιατική τη σωσίβια λέμβο τις σωσίβιες λέμβους
     κλητική σωσίβια λέμβε σωσίβιες λέμβοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σωσίβια λέμβος < καθαρεύουσα σωσίβιος λέμβος (θηλυκό),[1] → δείτε τις λέξεις σωσίβιος και λέμβος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /soˈsi.vi.a ˈleɱ.vos/
 

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

σωσίβια λέμβος θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «σωσίβιος» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

  Πηγές επεξεργασία

  • «λέμβος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)