Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σχολαστικότης αἱ σχολαστικότητες
      γενική τῆς σχολαστικότητος τῶν σχολαστικοτήτων
      δοτική τῇ σχολαστικότητι ταῖς σχολαστικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν σχολαστικότητα τὰς σχολαστικότητας
     κλητική ! σχολαστικότης σχολαστικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχολαστικότης (μαρτυρείται από το 1856) [1] < σχολαστικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σχολαστικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 975, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου