σχολαστικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σχολαστικότητα < σχολαστικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σχολαστικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του σχολαστικού, η επιμονή στην εξέταση και τακτοποίηση και της παραμικρής λεπτομέρειας
- ο ερευνητής της αστυνομίας εξετάζει με μεγάλη προσοχή και σχολαστικότητα όλα τα ευρήματα από τον τόπο του εγκλήματος
- η σχολαστικότητα αυτού του ανθρώπου είναι το μεγαλύτερο προσόν του, καμιά φορά όμως γίνεται εκνευριστική
Μεταφράσεις επεξεργασία
σχολαστικότητα
|