Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχολαστικότητα οι σχολαστικότητες
      γενική της σχολαστικότητας των σχολαστικοτήτων
    αιτιατική τη σχολαστικότητα τις σχολαστικότητες
     κλητική σχολαστικότητα σχολαστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχολαστικότητα < σχολαστικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σχολαστικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του σχολαστικού, η επιμονή στην εξέταση και τακτοποίηση και της παραμικρής λεπτομέρειας
    ο ερευνητής της αστυνομίας εξετάζει με μεγάλη προσοχή και σχολαστικότητα όλα τα ευρήματα από τον τόπο του εγκλήματος
    η σχολαστικότητα αυτού του ανθρώπου είναι το μεγαλύτερο προσόν του, καμιά φορά όμως γίνεται εκνευριστική

  Μεταφράσεις επεξεργασία