σχοινάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σχοινάκι | τα | σχοινάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σχοινάκι | τα | σχοινάκια |
κλητική | σχοινάκι | σχοινάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σχοινάκι < σχοινί + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σχοινάκι ουδέτερο (και σκοινάκι)
- υποκοριστικό του: σχοινί
- παιδικό παιχνίδι, ατομικό ή ομαδικό, όπου κάποιος οι κάποιοι πηδάνε πάνω από ένα σχοινί που γυρίζει ο ίδιος ή δύο άλλα παιδιά
- (συνεκδοχικά) το σχοινί που χρησιμοποιούν σε αυτό το παιχνίδι, ή για εκγύμναση, με ή χωρίς ειδικές λαβές στις άκρες
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σχοινί
παιδικό παιχνίδι, ειδικό σχοινί