σχετλιαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σχετλιαστικός < (ελληνιστική κοινή) σχετλιαστικός < σχετλιάζω < σχέτλιος
Επίθετο επεξεργασία
σχετλιαστικός, -ή, -ό : που εκφράζει παράπονο ή αγανάκτηση
- σχετλιαστικά επιφωνήματα στην αρχαία ελληνική ήταν όσα εξέφραζαν αγανάκτηση ή μεγάλη θλίψη (ἰώ! ἰού! οὐαί! οἴμοι! φεῦ! και παπαῖ!)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σχετλιάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σχετλιαστικός
|