σφιγκτηροτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφιγκτηροτομή < σφιγκτήρ(ος) + -ο- + -τομή
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφιγκτηροτομή θηλυκό
- (ιατρική) διατομή στον σφιγκτήρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφιγκτηροτομή
|
σφιγκτηροτομή θηλυκό
|