σφιγκτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφιγκτήρας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σφιγκτήρ από την αιτιατική ενικού «τὸν σφιγκτῆρα» < σφίγγω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sfiŋˈkti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφι‐γκτή‐ρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφιγκτήρας αρσενικό
- (ανατομία) συσταλτικός μυς που κλείνει το στόμιο κάποιας κοιλότητας
- εξάρτημα που σφίγγει κάτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφιγκτήρας
Πηγές επεξεργασία
- σφιγκτήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σφιγκτήρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)