Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφαλισμένος η σφαλισμένη το σφαλισμένο
      γενική του σφαλισμένου της σφαλισμένης του σφαλισμένου
    αιτιατική τον σφαλισμένο τη σφαλισμένη το σφαλισμένο
     κλητική σφαλισμένε σφαλισμένη σφαλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφαλισμένοι οι σφαλισμένες τα σφαλισμένα
      γενική των σφαλισμένων των σφαλισμένων των σφαλισμένων
    αιτιατική τους σφαλισμένους τις σφαλισμένες τα σφαλισμένα
     κλητική σφαλισμένοι σφαλισμένες σφαλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφαλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σφαλίζω και σφαλώ ή σφαλνώ

  Μετοχή επεξεργασία

σφαλισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία