Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σφαιρομαχί αἱ σφαιρομαχίαι
      γενική τῆς σφαιρομαχίᾱς τῶν σφαιρομαχιῶν
      δοτική τῇ σφαιρομαχί ταῖς σφαιρομαχίαις
    αιτιατική τὴν σφαιρομαχίᾱν τὰς σφαιρομαχίᾱς
     κλητική ! σφαιρομαχί σφαιρομαχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφαιρομαχί
γεν-δοτ τοῖν  σφαιρομαχίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφαιρομαχία < σφαιρομαχέω + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφαιρομαχία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία