Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συχνότερα < συχνότερ(ος) +

  Επίρρημα επεξεργασία

συχνότερα

  • συγκριτικός βαθμός του συχνά για κάτι που γίνεται όλο και πιο συχνά ή πάντως πιο συχνά από κάτι άλλο
    Ξεχνάω όλο και συχνότερα. Είναι της ηλικίας...
    Πάς συχνότερα στη μητέρα σου παρά στη δική μου. Τι σου έκανε η πεθερά σου δηλαδή;
     αντώνυμα: σπανιότερα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

συχνότερα