Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συσφίγγω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συσφίγγω < (σύν) συ- + αρχαία ελληνική σφίγγω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈsfiŋ.ɡo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐σφίγ‐γω

  Ρήμα επεξεργασία

συσφίγγω, αόρ.: σύσφιξα/συνέσφιξα, παθ.φωνή: συσφίγγομαι, π.αόρ.: συσφίχθηκα/-χτηκα, μτχ.π.π.: συσφιγμένος/συνεσφιγμένος

  1. σφίγγω και συνδέω γερά δυο πράγματα
  2. (μεταφορικά) ισχυροποιώ, δένω

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σφίγγω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία