Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συστρατεύομαι < αρχαία ελληνική συστρατεύω. Ήδη στην αρχαιότητα άλλοι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν το ρήμα στην ενεργητική φωνή και άλλοι μόνο στους μέσους τύπους του. Σήμερα το ρήμα είναι αποθετικό.

  Ρήμα επεξεργασία

συστρατεύομαι

  • ενώνω τις δυνάμεις μου, συμπαρατάσσομαι με κάποιον σε κάποιον αγώνα πολεμικό, πολιτικό, κοινωνικό, εκλογικό κλπ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία