Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνυφασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνυφασμέν
ος
η
συνυφασμέν
η
το
συνυφασμέν
ο
γενική
του
συνυφασμέν
ου
της
συνυφασμέν
ης
του
συνυφασμέν
ου
αιτιατική
τον
συνυφασμέν
ο
τη
συνυφασμέν
η
το
συνυφασμέν
ο
κλητική
συνυφασμέν
ε
συνυφασμέν
η
συνυφασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνυφασμέν
οι
οι
συνυφασμέν
ες
τα
συνυφασμέν
α
γενική
των
συνυφασμέν
ων
των
συνυφασμέν
ων
των
συνυφασμέν
ων
αιτιατική
τους
συνυφασμέν
ους
τις
συνυφασμέν
ες
τα
συνυφασμέν
α
κλητική
συνυφασμέν
οι
συνυφασμέν
ες
συνυφασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνυφασμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
συνυφαίνω
Μετοχή
επεξεργασία
συνυφασμένος, -η, -ο
συνδεδεμένος
στενά, με ένα άρρηκτο τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
συνυφαίνω
και
υφαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνυφασμένος
γαλλικά
:
entrelacé
(fr)