συνυπάρχω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνυπάρχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνυπάρχω < συν- + ὑπάρχω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.niˈpaɾ.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νυ‐πάρ‐χω
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐υ‐πάρ‐χω
Ρήμα επεξεργασία
συνυπάρχω, πρτ.: συνυπήρχα, αόρ.: συνυπήρξα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά επεξεργασία
- συνύπαρξη
- συνυπάρχων
- → δείτε τις λέξεις συν, υπάρχω και άρχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- συνυπάρχω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνυπάρχω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
συνυπάρχω
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- συνυπάρχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.