Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συντροφιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συνώνυμα
1.1.2
Αντώνυμα
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συντροφιασμέν
ος
η
συντροφιασμέν
η
το
συντροφιασμέν
ο
γενική
του
συντροφιασμέν
ου
της
συντροφιασμέν
ης
του
συντροφιασμέν
ου
αιτιατική
τον
συντροφιασμέν
ο
τη
συντροφιασμέν
η
το
συντροφιασμέν
ο
κλητική
συντροφιασμέν
ε
συντροφιασμέν
η
συντροφιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συντροφιασμέν
οι
οι
συντροφιασμέν
ες
τα
συντροφιασμέν
α
γενική
των
συντροφιασμέν
ων
των
συντροφιασμέν
ων
των
συντροφιασμέν
ων
αιτιατική
τους
συντροφιασμέν
ους
τις
συντροφιασμέν
ες
τα
συντροφιασμέν
α
κλητική
συντροφιασμέν
οι
συντροφιασμέν
ες
συντροφιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συντροφιασμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
συντροφιάζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
συντροφιαστός
συντροφικός
Αντώνυμα
επεξεργασία
ασυντρόφιαστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συντροφιασμένος
→
δείτε
τη λέξη
συντροφιαστός