συντεχνιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συντεχνιακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
συντεχνιακός εκείνος που αναφέρεται στη συντεχνία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συντεχνιακός
συντεχνιακός εκείνος που αναφέρεται στη συντεχνία