Δείτε επίσης: συντελῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντελώ < αρχαία ελληνική συντελέω / συντελῶ < σύν + τελέω / τελῶ < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω)

  Ρήμα επεξεργασία

συντελώ (παθητική φωνή: συντελούμαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία