Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συντελέσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συντελώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συντελώ
  3. θα συντελέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συντελώ