Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνθετική έκταση οι συνθετικές εκτάσεις
      γενική της συνθετικής έκτασης
& συνθετικής εκτάσεως
των συνθετικών εκτάσεων
    αιτιατική τη συνθετική έκταση τις συνθετικές εκτάσεις
     κλητική συνθετική έκταση συνθετικές εκτάσεις
Συνήθως στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνθετική έκταση < → δείτε τις λέξεις συνθετικός και έκταση

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

συνθετική έκταση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία