συνεπακόλουθο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνεπακόλουθο < αρχαία ελληνική συνεπακολουθέω / συνεπακολουθῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνεπακόλουθο ουδέτερο
- συνέπεια ή αποτέλεσμα που προκύπτει μαζί με κάτι άλλο
συνεπακόλουθο ουδέτερο