Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεδριασμένος η συνεδριασμένη το συνεδριασμένο
      γενική του συνεδριασμένου της συνεδριασμένης του συνεδριασμένου
    αιτιατική τον συνεδριασμένο τη συνεδριασμένη το συνεδριασμένο
     κλητική συνεδριασμένε συνεδριασμένη συνεδριασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεδριασμένοι οι συνεδριασμένες τα συνεδριασμένα
      γενική των συνεδριασμένων των συνεδριασμένων των συνεδριασμένων
    αιτιατική τους συνεδριασμένους τις συνεδριασμένες τα συνεδριασμένα
     κλητική συνεδριασμένοι συνεδριασμένες συνεδριασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεδριασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνεδριάζω

  Μετοχή επεξεργασία

συνεδριασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία