συνδεσμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνδεσμικός < σύνδεσμος
Επίθετο επεξεργασία
συνδεσμικός, -ή, -ό
- σχετικός με έναν σύνδεσμο
- (ανατομία) συνδεσμική κάκωση του γόνατος
- (γραμματική) συνδεσμική έκφραση
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνδεσμικός