συνδήλωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνδήλωση | οι | συνδηλώσεις |
γενική | της | συνδήλωσης* | των | συνδηλώσεων |
αιτιατική | τη | συνδήλωση | τις | συνδηλώσεις |
κλητική | συνδήλωση | συνδηλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδηλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνδήλωση θηλυκό
- (νεολογισμός) η συναισθηματική διέγερση που προκαλείται από τη χρήση μιας λέξης ή φράσης ή άλλες δευτερεύουσες σημασίες που ανακύπτουν από την εκφορά ή χρήση της
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνδήλωση