connotation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
connotation (en)
- λεκτικός συνειρμός
- (φιλοσοφία, καθομιλουμένη) η υποδήλωση ενός όρου
- ο υπαινιγμός
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
connotation | connotations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
connotation (fr) θηλυκό
- η συνυποδήλωση, η συνδήλωση
- η απόχρωση