συνδέσμωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνδέσμωση | οι | συνδεσμώσεις |
γενική | της | συνδέσμωσης* | των | συνδεσμώσεων |
αιτιατική | τη | συνδέσμωση | τις | συνδεσμώσεις |
κλητική | συνδέσμωση | συνδεσμώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδεσμώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνδέσμωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική syndesmosis < αρχαία ελληνική σύνδεσμ(ος) < αρχαία ελληνική συνδέω < σύν (συν-) + δέω + -ωση[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνδέσμωση θηλυκό
- (ανατομία) είδος (χαλαρής) σύνδεσης / συνάρθρωσης γειτονικών οστικών επιφανειών
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνδέσμωση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ συνδέσμωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας