Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνασφάλιση οι συνασφαλίσεις
      γενική της συνασφάλισης* των συνασφαλίσεων
    αιτιατική τη συνασφάλιση τις συνασφαλίσεις
     κλητική συνασφάλιση συνασφαλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνασφαλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνασφάλιση < συν + ασφάλιση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική co-insurance • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.naˈsfa.li.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνασφάλιση θηλυκό

  1. (οικονομία) η ασφάλιση ενός αντικειμένου για τον ίδιο κίνδυνο και κατά το ίδιο χρονικό διάστημα σε περισσότερες από μία ασφαλιστικές εταιρείες· η κατανομή του ρίσκου της ασφάλισης σε δύο ή περισσότερα μέρη
  2. (οικονομία) η ανάληψη του ασφαλιστικού κινδύνου από κοινού μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλιζόμενου

  Μεταφράσεις επεξεργασία