συναρμολογημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συναρμολογημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου συναρμολογώ
Μετοχή επεξεργασία
συναρμολογημένος, -η, -ο
- που έχει συναρμολογηθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συναρμολογημένος
|