συναλλαγματοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
συναλλαγματοφόρος < συναλλάγματ(ος) + -ο- + -φόρος [1]
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
συναλλαγματοφόρος
- που αποδίδει εισόδημα (συνάλλαγμα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
συναλλαγματοφόρος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ συναλλαγματοφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας