Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συναδελφικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συναδελφικ
ός
η
συναδελφικ
ή
το
συναδελφικ
ό
γενική
του
συναδελφικ
ού
της
συναδελφικ
ής
του
συναδελφικ
ού
αιτιατική
τον
συναδελφικ
ό
τη
συναδελφικ
ή
το
συναδελφικ
ό
κλητική
συναδελφικ
έ
συναδελφικ
ή
συναδελφικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συναδελφικ
οί
οι
συναδελφικ
ές
τα
συναδελφικ
ά
γενική
των
συναδελφικ
ών
των
συναδελφικ
ών
των
συναδελφικ
ών
αιτιατική
τους
συναδελφικ
ούς
τις
συναδελφικ
ές
τα
συναδελφικ
ά
κλητική
συναδελφικ
οί
συναδελφικ
ές
συναδελφικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συναδελφικός
<
συνάδελφος
Επίθετο
επεξεργασία
συναδελφικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συναδελφικός