συμπρωταγωνιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμπρωταγωνιστής < συμ- + πρωταγωνιστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμπρωταγωνιστής αρσενικό
- (κυριολεκτικά) ηθοποιός που είναι πρωταγωνιστής μαζί με κάποιον άλλον, που έχει τον κύριο ρόλο σε ένα (θεατρικό, κινηματογραφικό, τηλεοπτικό κ.λπ.) έργο
- (μεταφορικά) κάποιος που φαίνεται να είναι το κύριο πρόσωπο σε γεγονότα μαζί με κάποιον άλλον
Συγγενικά επεξεργασία
- συμπρωταγωνιστικά
- συμπρωταγωνιστικός
- συμπρωταγωνίστρια
- συμπρωταγωνιστώ
- → δείτε τις λέξεις πρωταγωνιστώ, πρώτος και αγώνας