συμπιεσμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμπιεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συμπιέζω
Μετοχή επεξεργασία
συμπιεσμένος, -η, -ο
- που βρίσκεται σε κατάσταση συμπίεσης
- που έχει συμπιεστεί, που έχει υποστεί συμπίεση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμπιεσμένος
|