Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπαρασέρνω < συμπαρασύρω + σέρνω < ελληνιστική κοινή συμπαρασύρω < αρχαία ελληνική παρασύρω < παρά + σύρω

  Ρήμα επεξεργασία

συμπαρασέρνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία