συμπαθητικομιμητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμπαθητικομιμητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
συμπαθητικομιμητικός, -ή, -ό
- (ιατρική, φαρμακευτική) που διεγείρει τις νευρικές απολήξεις του συμπαθητικού συστήματος
Συγγενικά επεξεργασία
- συμπαθητικομιμητικό (φάρμακο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμπαθητικομιμητικός
|