συμπαθητική μελάνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμπαθητική μελάνη < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
συμπαθητική μελάνη θηλυκό
- είδος μελανιού του οποίου η γραφή είναι αόρατη και εμφανίζεται μετά από απλή χημική επεξεργασία π.χ. με το βρέξιμο με χυμό λεμονιού
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμπαθητική μελάνη