συλλογισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συλλογισμένος: μετοχή παρακειμένου των αποθετικών ρημάτων συλλογίζομαι, συλλογιέμαι, συλλογάμαι, συλλογούμαι, συλλογιούμαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.lo.ʝiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συλ‐λο‐γι‐σμέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
συλλογισμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)
- αυτός που συλλογίζεται έντονα κάτι
- ※ Έσκυψα το κεφάλι συλλογισμένος. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: σκεπτικός
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συλλογισμένος
|