Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συλλογισμένος η συλλογισμένη το συλλογισμένο
      γενική του συλλογισμένου της συλλογισμένης του συλλογισμένου
    αιτιατική τον συλλογισμένο τη συλλογισμένη το συλλογισμένο
     κλητική συλλογισμένε συλλογισμένη συλλογισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συλλογισμένοι οι συλλογισμένες τα συλλογισμένα
      γενική των συλλογισμένων των συλλογισμένων των συλλογισμένων
    αιτιατική τους συλλογισμένους τις συλλογισμένες τα συλλογισμένα
     κλητική συλλογισμένοι συλλογισμένες συλλογισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συλλογισμένος: μετοχή παρακειμένου των αποθετικών ρημάτων συλλογίζομαι, συλλογιέμαι, συλλογάμαι, συλλογούμαι, συλλογιούμαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.lo.ʝiˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συλ‐λο‐γι‐σμέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

συλλογισμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία