στωικότερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στωικότερος | η | στωικότερη | το | στωικότερο |
γενική | του | στωικότερου | της | στωικότερης | του | στωικότερου |
αιτιατική | τον | στωικότερο | τη | στωικότερη | το | στωικότερο |
κλητική | στωικότερε | στωικότερη | στωικότερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στωικότεροι | οι | στωικότερες | τα | στωικότερα |
γενική | των | στωικότερων | των | στωικότερων | των | στωικότερων |
αιτιατική | τους | στωικότερους | τις | στωικότερες | τα | στωικότερα |
κλητική | στωικότεροι | στωικότερες | στωικότερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στωικότερος > στωικ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του στωικός
Επίθετο επεξεργασία
στωικότερος, -η, -ο
- που είναι πιο στωικός, πιο υπομονετικός
Παράγωγα επεξεργασία
- στωικότερα (επίρρημα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
στωικότερος
|