Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρουκτουραλισμός οι στρουκτουραλισμοί
      γενική του στρουκτουραλισμού των στρουκτουραλισμών
    αιτιατική τον στρουκτουραλισμό τους στρουκτουραλισμούς
     κλητική στρουκτουραλισμέ στρουκτουραλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρουκτουραλισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική structuralisme < λατινική structura < struo + -tura < πρωτοϊταλική *strowō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strew- < *sterh₃- (διασπείρω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρουκτουραλισμός αρσενικό

  1. (γλωσσολογία) προσέγγιση και μελέτη της γλώσσας στη συγχρονία της, ως κλειστού συστήματος σημείων ή στοιχείων (π.χ. φωνήματα) που αλληλεπιδρούν
  2. (κατ’ επέκταση, γενικότερα) (ανθρωπολογία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία