Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρινγκ < αγγλική string

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρινγκ ουδέτερο άκλιτο

  • μαγιό ή εσώρουχο, που αποτελείται κυρίως από ένα κορδονάκι και καλύπτει ελάχιστα τα επίμαχα σημεία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία