Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρατωνίζω < στρατών.

  Ρήμα επεξεργασία

στρατωνίζω

  • Παρέχω κατάλυμα σε στρατιώτες.
Που θα στρατωνίσουμε τον 3ο λόχο;

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία