στρατιωτικοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στρατιωτικοποίηση | οι | στρατιωτικοποιήσεις |
γενική | της | στρατιωτικοποίησης* | των | στρατιωτικοποιήσεων |
αιτιατική | τη | στρατιωτικοποίηση | τις | στρατιωτικοποιήσεις |
κλητική | στρατιωτικοποίηση | στρατιωτικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρατιωτικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στρατιωτικοποίηση < στρατιωτικοποιώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική militarisation)
Ουσιαστικό επεξεργασία
στρατιωτικοποίηση θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στρατιωτικοποιώ
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στρατιωτικοποίηση
|