Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στραγγαλιστήρας οι στραγγαλιστήρες
      γενική του στραγγαλιστήρα των στραγγαλιστήρων
    αιτιατική τον στραγγαλιστήρα τους στραγγαλιστήρες
     κλητική στραγγαλιστήρα στραγγαλιστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στραγγαλιστήρας < στραγγαλίζω + -τήρας ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική étrangloir[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στραγγαλιστήρας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία