στραβοκέφαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
στραβοκέφαλος, -η, -ο
- (οικείο) που τον χαρακτηρίζει ισχυρογνωμοσύνη, πεισματοσύνη και αδιαλλαξία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- στραβοκεφαλιά
- → δείτε τις λέξεις στραβός και κεφάλι
Μεταφράσεις επεξεργασία
στραβοκέφαλος
|