Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρίπερ < αγγλική stripper

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρίπερ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό στριπτιζέζ)

  Μεταφράσεις επεξεργασία