Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στρίπερ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
στρίπερ
<
αγγλική
stripper
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στρίπερ
αρσενικό
άκλιτο
(
θηλυκό
στριπτιζέζ
)
(
επάγγελμα
) κάποιος που κάνει επαγγελματικά
στριπτίζ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στρίπερ
αγγλικά
:
stripper
(en)